- πλανιάρισμα
- το, -ατοςβλ. πλάνισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλανιάρισμα — το, Ν [πλανιάρω] το πλάνισμα … Dictionary of Greek
ροκάνισμα — το / ῥυκάνισμα, ΝΜΑ, και ρουκάνισμα Ν [ῥυκανίζω / ροκανίζω] το αποτέλεσμα του ροκανίζω, η λείανση ξύλου με ροκάνι, το πλανιάρισμα νεοελλ. 1. θορυβώδης μάσηση 2. συν. στον πληθ. τα ροκανίσματα και ρυκανίσματα τα ροκανίδια 3. φρ. «το ροκάνισμα τού… … Dictionary of Greek
πλάνισμα — το, ατος πλανιάρισμα, ροκάνισμα: Το πλάνισμα θέλει προσοχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)